DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
ìnköp n ~et; pl. ~
gen. ψώνια m; ψώνιο m
commun., earth.sc., el. αγορά βιβλίων; απόκτηση βιβλίων
environ. προμήθεια m; αγορά/προμήθεια
IT αγορά
med. οι προμήθειες που καταβάλλονται σε τρίτους για αγορές ή πωλήσεις που διενήργησαν για λογαριασμό της επιχείρησης
inköp
: 1 phrase in 1 subject
Technology1