DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ìngång n ~en ~ar
gen. είσοδος m
commun. λήμμα καταλόγου
el. θύρα εισόδου
fish.farm. είσοδος ιχθυοπαγίδας
IT πόρτα f; σημείο εισόδου; σημείο εισόδου μιας διαδικασίας; θύρα f
work.fl., IT λήμμα; λήμμα-όρος
ingångar n
el. είσοδοι