DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ìnfallsvinkel n ~n -vinklar
earth.sc., el. γωνία φωτισμού
industr., construct., mech.eng. γωνία συμπτώσεως
life.sc., el. γωνíα πρóσπτωσης
mech.eng., el. γωνία προσπίπτοντος ανέμου; γωνία πρόσπτωσης
tech. επίπτωση
transp. γωνία πρόσπτωσης της πτέρυγας; εγκατάσταση της πτέρυγας