DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
ìmpregnéring n ~en ~ar
environ. εμποτισμός διαβροχή υλικών; εμποτισμός διαβροχή υλικών
forestr. εμποτισμός m (χημική επεξεργασία)
industr. εμποτισμός m
industr., construct. αδιαβροχοποίηση
met. εμπότιση
impregnering
: 1 phrase in 1 subject
General1