DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
hỳlsa n ~n hylsor
commun., el. περίδεσμος m
el. συνδετήρας καλωδίων; ακροκιβώτιο m; μπότα f; χιτώνιο m
forestr. καστάνια f; αναστολέας f; επίσχετρο m
industr., construct., chem. Σωλήν σχηματοδοτήσεως
industr., construct., met. δοχείο ποντέλων
life.sc., coal. υποδοχή στερέωσης
mater.sc. σωληνοειδές f; πυρήνας f
tech., industr., construct. μορφή φορέα συσκευασίας
hylsa
: 3 phrases in 2 subjects
Finances2
Law1