DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
huvudkontor n ~et; pl. ~
gen. κύρια εγκατάσταση
cust., econ. κεντρική διοίκηση
econ. έδρα της εταιρείας
law, fin., busin. έδρα f
patents. έδρα της εταιρείας; εταιρική έδρα
huvudkontoretsjukförsäkring n
gen. κεντρικό γραφείουγειονομικής ασφάλισης
huvudkontor
: 1 phrase in 1 subject
Medical1