DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
huv n ~en ~ar
earth.sc., mech.eng. θηλυκή τάπα; κεφαλοφόρος τάπα
mater.sc. κάλυμμα f
transp. καλύπτρα θέσης χειριστή
transp., avia. καλύπτρα f
huv
: 1 phrase in 1 subject
Medical1