DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
hùvudman n ~nen; pl. -män, best. pl. -männen
gen. κεφαλή της οικογενείας
environ. φορέας λειτουργίας
fin. αντιπροσωπευόμενο πρόσωπο
fin., insur., agric. αντιπροσωπευόμενος m; εντολοδότης m
industr. εντολέας f
huvudman
: 1 phrase in 1 subject
Medical1