DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hùvud n ~et; pl. ~en, best. pl. ~ena
gen. κεφαλή
agric. κεφαλή απόσταξης
comp., MS κεφαλίδα f
hobby, agric. κεφαλή του αγκιστριού
nat.res. κεφάλιον (capitulum)