DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hùshåll n ~et; pl. ~
account. νοικοκυριά
econ. νοικοκυριό m
environ. οικογενειακή μονάδα; οικογενειακή μονάδα/νοικοκυριό
social.sc. εστία f
stat. μέλη του νοικοκυριού