DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
hùsdjur n ~et; pl. ~
agric. ζώο εκμετάλλευσης; ζώο εκμεταλλεύσεως; ζώα m; θρέμματα,βοσκήματα,ζωντανά f; κτήνη
econ. ζώο αγροκτήματος
environ. εκτρεφόμενο ζώο αγροκτήματος
nat.sc., anim.husb. οικόσιτο ζώο
husdjur
: 1 phrase in 1 subject
Medical1