DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hùs n ~et; pl. ~
gen. σπίτι
construct., mun.plan. οικία f (domus, mansio)
el. δοχείο; περίβλημα f
fish.farm. στουριόνι (Huso huso); ακιπίσιος m (Huso huso); μουρούνα (Huso huso); μπελούγκα f (Huso huso)
mech.eng. κιβώτιο