| |||
σκυλί | |||
σκύλος; άγκιστρο m; εμπλοκέας f; σφιγκτήρας f; σκύλος/εμπλοκέας/σφιγκτήρας/άγκιστρο | |||
σκ (Canis lupus (familiaris)); ύλος m (Canis lupus (familiaris)) | |||
κουβάς ανύψωσης | |||
σκύλος (Canis familiaris) |
hund : 2 phrases in 2 subjects |
Mechanic engineering | 1 |
Medical | 1 |