DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
holdingbolag [håo`ldiŋ-] n ~et; pl. ~
gen. ελέγχουσα εταιρεία; εταιρεία συμμετοχής; εταιρεία χαρτοφυλακίου; χόλντιγκ
account. εταιρείες χαρτοφυλακίου; ελέγχουσες εταιρείες; εταιρείες holding
econ. χόλντινγκ
holdingbolag
: 1 phrase in 1 subject
Mechanic engineering1