DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hjälpmedel n -medlet; pl. ~, best. pl. -medlen
gen. βοηθητικό μέσο
comp., MS προσβασιμότητα f; βοήθημα πρόσβασης
crim.law. μέσο για τη διάπραξη εγκλήματος' όργανο του εγκλήματος
econ., med. συσκευή
law, econ. βοήθημα f