DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hjälpämne n
agric., chem. βοηθητική ουσία; επίκουρον; επικουρική ουσία; επικουρικό; προσθετικαί ουσίαι; προσθετικόν
health., anim.husb., chem. έκδοχον φάρμακον
pharma. έκδοχο m