DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hém [hem´] n ~met; pl. ~, best. pl. ~men
gen. πίσω στο σπίτι; σπίτι; σπιτικά f
comp., MS τηλέφωνο οικίας; Τηλέφωνο οικίας
social.sc. οικογενειακή εστία
Hém [hem´] n
comp., MS Οικία f