DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hantverksmästare n
gov. Aρχιεργάτης
law, lab.law. αρχιτεχνίτης m; δάσκαλος m; μάστορας f; πρωτομάστορας f; αφεντικό m; εργοδότης m