DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hanform n
chem. αρσενικό καλούπι; θετικό καλούπι; εξάρτημα τροφοδοσίας αρσενικού καλουπιού; εξάρτημα τροφοδοσίας θετικού καλουπιού