DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adjective
halt n ~en ~er
gen. περιεχόμενο
environ. συγκέντρωση
health. χωλό
IT, dat.proc. αναστολή
met. περιεκτικότητα f
hal adj. ~t ~a
agric. διχτιά
nat.sc., agric. ψαριά