DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
halm n ~en
agric. άχυρο m
environ. καλαμιώνας f; ραβδόγλυφα/ετήσιοι δακτύλιοι κορμού δέντρου/καλαμιώνας; ραβδόγλυφα/ετήσιοι δακτύλιοι κορμού δέντρου/καλαμιώνας