DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hándel [han´del] n ~n handlar
environ. εμπόριο (υπηρεσίες); επιτήδευμα f; εμπορική δραστηριότητα; επάγγελμα f
law, account., environ. διαμεσολαβητικό εμπόριο