DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hàstighet n ~en ~er
gen. γραμμική ταχύτητα
earth.sc., life.sc. ταχύτης
environ. ταχύτητα f; αμφεταμίνη
transp., environ. ταχύτητα/αμφεταμίνη f