DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hàntverk n ~et; pl. ~
gen. χειροτεχνία; βιοτεχνική δραστηριότητα
econ. βιοτεχνία f; βιοτεχνική δραστηριότητα
ed. χειροτεχνία f
environ. σκάφος m; ειδικευμένη εργασία; λέμβος m
transp., environ. σκάφος/λέμβος/ειδικευμένη εργασία