DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hàndtag n ~et; pl. ~
comp., MS λαβή
industr., construct., met. εγκοπή δακτύλου; αυλάκι πιασίματος
mater.sc. καπάκι με χειρολαβή; πώμα με λαβή
met. χειρολαβή