DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hàndlingar n
gov. φάκελλοι υποψηφίων
hàndling n ~en ~ar
gen. εμπόριο
environ. τίτλος m
law δικόγραφο; αποδεικτικό έγγραφο; έγγραφο
law, market. συμβολαιογραφική πράξη; συμβόλαιο m