DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hàls n ~en ~ar
agric. αυχένας f
industr., construct. κολάρο m; λαιμός m; περιλαίμιο
hål n ~et; pl. ~
el. Οπή; οπή; θετική οπή
IT τρωτότητα λογισμικού; ρωγμή