DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
hàll n ~en ~ar
gen. χολ
construct. διαμήκες τμήμα κτιρίου
hå̀ll n ~et; pl. ~
gen. κατεύθυνση
fish.farm. εμπόδιο m
häll n ~en ~ar
el. πλάκα δαπέδου εστίας
hä̀lla v
gen. αδειάζω
hå̀lla v
gen. βαστώ
IT σφίγγω
hall
: 2 phrases in 1 subject
Finances2