DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hàke n ~n hakar
agric., mech.eng. άγκιστρον
el. άγκιστρο m
industr., construct. άγγιστρο m
industr., construct., met. εκπωματιστής
mater.sc. άγκιστρο κλεισίματος