DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hàck n ~en ~ar
industr., construct. ψαλίδισμα φοντιού
industr., construct., met. εγκοπή; οδόντωση
häck n ~en ~ar
agric. φράκτης από φυτά; φράκτης εκ θάμνων
environ. φράκτης; φράκτης θάμνων
mech.eng. καλάθι μεταφοράς