DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
högtrafik n ~en
commun. έντονη κίνηση; κίνηση μεγάλης πυκνότητας; ώρα μεγίστης κίνησης; ώρα αιχμής; αιχμή
transp. κυκλοφορία περιόδου αιχμής
högtrafik
: 4 phrases in 2 subjects
Earth sciences3
Materials science1