DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
hö̀jdpunkt n ~en ~er
gen. υψηλότερο σημείο; ακμή
comp., MS σημαντικό m
life.sc. ψηλό σημείο
nat.sc. υψομετρικός δείκτης
höjdpunkt
: 1 phrase in 1 subject
Chemistry1