DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
hö̀jdmätare n ~n; pl. ~, best. pl. -mätarna
agric., tech. υψόμετρον,μηχάνημα μετρήσεως ύψους
forestr. καταγραφικό στάθμης; ύψους m
tech., el. υψόμετρο m; μετρητής ύψους
höjdmätare
: 1 phrase in 1 subject
Mechanic engineering1