| |||
υψόμετρο m; ύψος; ύψωμα f; ύψωμα γεωλογικός όρος; ανύψωση/ύψωμα γεωλογικός όρος; υψόμετρο/ύψος m; λόφος/ύψωμα/γήλοφος m (collina, collis) | |||
αστρικό ύψος | |||
| |||
ανεβάζω; υψώνω | |||
προσαυξάνω | |||
| |||
επιβάλλει προσαυξήσεις |
höjd : 1 phrase in 1 subject |
Chemistry | 1 |