DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
hö̀jd n ~en ~er
environ. υψόμετρο m; ύψος; ύψωμα f; ύψωμα γεωλογικός όρος; ανύψωση/ύψωμα γεωλογικός όρος; υψόμετρο/ύψος m; λόφος/ύψωμα/γήλοφος m (collina, collis)
life.sc. αστρικό ύψος
hö̀ja v
gen. ανεβάζω; υψώνω
law, lab.law. προσαυξάνω
hö̀jaavgifterna v
fin. επιβάλλει προσαυξήσεις
höjd
: 1 phrase in 1 subject
Chemistry1