DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adjective
hål n ~et; pl. ~
el. Οπή; οπή; θετική οπή
IT τρωτότητα λογισμικού; ρωγμή
hal adj. ~t ~a
agric. διχτιά
nat.sc., agric. ψαριά