DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
hå̀llbarhet n ~en
agric. μέγιστη διάρκεια συντήρησης; σταθερότητα f
agric., industr., construct. αντίσταση
pharma. διάρκεια ζωής
tech., industr., construct. ανθεκτικότητα f
transp., industr., construct. αντοχή
hållbarhet
: 2 phrases in 2 subjects
General1
Politics1