DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
hå̀llare n ~n; pl. ~, best. pl. hållarna
el. υποδοχή; αγώγιμη βάση; στήριγμα κρυστάλλου
forestr. συσκευές συγκράτησης
life.sc., coal. πρίσμα που προσαρμόζεται στο αντικειμενικό σύστημα όργανου οπτικού καταβιβασμού
transp. προσάρτημα στήριξης; σαμπάνι ανάρτησης
hållare
: 4 phrases in 2 subjects
Economics2
Finances2