DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hävstångseffekt n ~en ~er
fin. ποσοστό δανειοδότησης; αποτέλεσμα μόχλευσης; αναλογία φερεγγυότητας
math. σημείο δύναμης
stat. δύναμη; επιρροή; σημείο δύναμης