DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
härstamning n ~en ~ar
anim.husb. γενεαλογία f; γενεαλογικό δένδρο; γενεαλογικό πιστοποιητικό
environ. απόθεμα βιολογικός όρος
med. απόγονοι m; γενεά f; καταγωγή; κατιόντες m