DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
hä̀rd n ~en ~ar
gen. πυρήνας f
met. δάπεδο m; εστία f; εστία φούρνου θερμικής κατεργασίας
met., el. δοχείο καμίνου
hård adj. hårt ~a
health. άκαμπτος; δύσκαμπτος; σκληρός
hårt adj.
gen. σκληρά
härd
: 2 phrases in 2 subjects
Finances1
Industry1