DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
hä̀nvisning n ~en ~ar
commun., IT αναχαίτιση κλήσης; υπηρεσία κοινοποίησης
comp., MS σύσταση m
econ., work.fl., commun. γενική διαπαραπομπή; γενική παραπομπή
IT παραπεμπτικό m
work.fl., commun. παραπομπή
work.fl., IT διαπαραπομπή; διασταυρωτική παραπομπή