DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
hä̀ngning n ~en ~ar
IT αποτυχία λογικής συγκόλλησης
IT, dat.proc. απρόβλεπτη αναστολή
IT, el. μπλοκάρισμα
met. σκάλωμα
hängning
: 2 phrases in 1 subject
Industry2