DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
grus n ~et
agric. ορνιθοτροφικό χαλίκι
environ. λατύπη; αμμοχάλικο m; χαλίκι; ψαμμίαση; λατύπη/χαλίκι/αμμοχάλικο/ψαμμίαση
mater.sc., construct. θραυστό σκύρο