DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
grumling n ~en ~ar
gen. γαλακτόχροα σημάδια
agric. θολότητα f; θόλωμα f
industr., construct. τοπιάρικο
tech. θολός m; ομιχλώδης m
transp., tech., law θόλωση