DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
grùndfärg n ~en ~er
chem. αστάρι
industr., construct. φόντο m
industr., construct., met. τριμμένο χρώμα
met. αστάρωμα f; πρώτη επίστρωση
nat.sc., agric. βασικό χρώμα
transp. αστάρια f; πρώτα στρώματα