DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
grùnd n ~et; pl. ~
gen. έδαφος m
earth.sc. ξέρα f; ουδός
law νομικοί ισχυρισμοί
grùnd- n
el. θεμελιώδης; θεμελιώδης συνιστώσα