DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
grop n ~en ~ar
chem. κοίλωμα του υαλώματος
el. έλλειψη αποτύπωσης
forestr. οπή; τρύπα f
life.sc. κοίλωμα εδάφους; λεκάνη
gropar n
stat., chem. βελονισμοί