DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
gròv adj. ~t ~a, grövre grövst
gen. τραχύς
agric. χονδροειδής
met. ακατέργαστος; μη επεξεργασμένος
gròv -dimensioner av stockar adj.
forestr. μεγάλης διάστασης
grovt adj.
gen. χοντρά