DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
grind n ~en ~ar
gen. εξώπορτα f
commun., el. κύκλωμα πύλης
construct. εσχάρα f
IT συστοιχία πύλης; υλικό πύλης
grind på skotare n
forestr. πύλη; θυρίδα f