DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
grìp n ~en ~ar
forestr. αρπάγη (φόρτωσης); αρπάγη φόρτωσης
grìpa v
gen. αρπάζω; τσακώνω
forestr. αρπάγη (φόρτωσης)
immigr. συλλαμβάνω
IT πιάνω; σφίγγω
grep v
agric. περόνη για την αφαίρεση των στεμφύλων; πηρούνα για την αφαίρεση των στεμφύλων